Γεράσιμος Κακολύρης, «Η Τζούντιθ Μπάτλερ και η Σουνάουρα Τέιλορ για την Αλληλεξάρτηση και την Αυτονομία»

31 Οκτωβρίου 2024

Στην ταινία Examined Life (2008) της Άστρα Τέιλορ (Astra Taylor), η Τζούντιθ Μπάτλερ και η ακτιβίστρια για την αναπηρία Σουνάουρα («Σάνι») Τέιλορ (Sunaura “Sunny” Taylor) συζητούν για την αναπηρία, την αλληλεξάρτηση και το πώς αυτές οι έννοιες αμφισβητούν τις παραδοσιακές αντιλήψεις περί αυτονομίας και ελευθερίας.[1] Κατά τη διάρκεια του περιπάτου τους στη γειτονιά Mission District του Σαν Φραντσίσκο, αναρωτιούνται για το περιβάλλον τους και τις υποδομές που καθιστούν δυνατή τη βόλτα τους στην πόλη. Η Τέιλορ, η οποία χρησιμοποιεί αναπηρικό αμαξίδιο, εξηγεί πως το τι μπορεί να κάνει με το σώμα της επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως, για παράδειγμα, η προσβασιμότητα του περιβάλλοντός της. Η ελεύθερη περιήγησή της στον κόσμο προϋποθέτει μια σειρά από διευκολύνσεις που οφείλουν να υπάρχουν για να μπορεί κάτι τέτοιο να είναι εφικτό.[2]

Από τη μεριά της, η Μπάτλερ διευρύνει τη συζήτηση, υποστηρίζοντας ότι όλοι οι άνθρωποι – με αναπηρία ή χωρίς– χρειάζονται διάφορες μορφές υποστήριξης για να συμμετέχουν σε βασικές δραστηριότητες. Σε αυτό το πνεύμα, επισημαίνει ότι οι «αρτιμελείς» άνθρωποι, αν και συχνά θεωρούνται αυτάρκεις, εξαρτώνται και αυτοί από την ύπαρξη συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών και υποδομών. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να θεωρεί δεδομένο ότι μπορεί απλώς «να πάει μια βόλτα», αλλά στην πραγματικότητα το περπάτημα εξαρτάται από παράγοντες όπως τα πεζοδρόμια, ο αστικός σχεδιασμός και η ύπαρξη κοινωνικών δομών που καθιστούν τέτοιες δραστηριότητες εφικτές. Ακόμα και η ικανότητα κάποιου ατόμου να περπατά σε δημόσιο χώρο –κάτι που συνήθως συνδέεται με την αυτονομία των αρτιμελών ατόμων– εξαρτάται ουσιαστικά από εξωτερικούς παράγοντες, όπως τα παπούτσια, τα πεζοδρόμια ή οι κώδικες οδικής κυκλοφορίας. Όπως σημειώνει η Μπάτλερ, «[κ]ανείς δεν κάνει ένα περίπατο χωρίς να υπάρχει κάτι που να υποστηρίζει αυτόν τον περίπατο, κάτι έξω από εμάς τους ίδιους».[3] Αυτές οι μορφές εξάρτησης παραμένουν συχνά αόρατες ή παραβλέπονται, καθώς είναι ιδιαίτερα συνηθισμένες και ενσωματωμένες στην καθημερινότητα. Αντίθετα, η εξάρτηση των ατόμων με αναπηρία (π.χ., από ράμπες για την πρόσβαση με αναπηρικό αμαξίδιο) αναγνωρίζεται και αντιμετωπίζεται συχνά ως κάτι που τους καθιστά θεμελιωδώς διαφορετικούς και λιγότερο αυτόνομους από εκείνους που θεωρούνται  «αρτιμελείς».

Η Μπάτλερ αναγνωρίζει αρχικά ότι υπάρχει ένας διαδεδομένος τρόπος σκέψης που αντιμετωπίζει τα άτομα που χρησιμοποιούν αναπηρικά αμαξίδια ή άλλα βοηθήματα κινητικότητας ως θεμελιωδώς διαφορετικά από εκείνους που περπατούν χωρίς βοήθεια. Αυτή η διάκριση υπονοεί ότι όσοι χρησιμοποιούν τέτοια βοηθήματα είναι, κατά κάποιον τρόπο, λιγότερο ικανοί ή περισσότερο εξαρτημένοι. Τα άτομα με αναπηρία συχνά θεωρούνται «περισσότερο» εξαρτημένα από τους αρτιμελείς, ενισχύοντας έτσι αντιλήψεις αδυναμίας ή κατωτερότητας, γεγονός που οδηγεί στον στιγματισμό τους. Τα κοινωνικά κανονιστικά πρότυπα αποτιμούν θετικά ορισμένα είδη σωμάτων (εκείνα που θεωρούνται «ικανά» και αυτόνομα), ενώ περιθωριοποιούν άλλα (εκείνα που είναι ανάπηρα ή εξαρτημένα). Αυτά τα πρότυπα, ωστόσο, δεν είναι φυσικά· παράγονται από πολιτισμικά και θεσμικά συστήματα που αποκλείουν συγκεκριμένα σώματα. Η αμφισβήτηση αυτών των κανονιστικών προτύπων οδηγεί στην ανάγκη για μια πιο περιεκτική κατανόηση των σωμάτων και των ικανοτήτων τους.

Η Μπάτλερ αμφισβητεί την ιδέα ότι τα μη ανάπηρα άτομα είναι πραγματικά αυτάρκη. Για την ίδια, η έννοια της αυτάρκειας αποτελεί μια «φαντασίωση» ή ένα εξιδανικευμένο κανονιστικό πρότυπο, που δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα της ανθρώπινης ζωής.[4] Τα μη ανάπηρα άτομα συχνά βρίσκουν παρηγοριά στην ψευδαίσθηση ή τον «μύθο»,[5] όπως λέει η Τέιλορ, της αυτάρκειας και της ανεξαρτησίας, παραβλέποντας τις υποδομές και τις κοινωνικές συνθήκες που στηρίζουν την καθημερινή τους ζωή. Ωστόσο, όλοι, συμπεριλαμβανομένων των αρτιμελών, ακόμη και όταν φαίνεται να ενεργούν ανεξάρτητα –όπως όταν περπατούν– εξαρτώνται από διάφορα εξωτερικά στηρίγματα, όπως ακριβώς και τα άτομα με αναπηρία.[6] Όλοι οι άνθρωποι εξαρτώνται από μορφές βοήθειας για να κινηθούν και να λειτουργήσουν, είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι. Ακόμη και το πιο αρτιμελές άτομο βασίζεται σε «κοινωνικά συστήματα» –όπως η υγειονομική περίθαλψη, η στέγαση και άλλες υποδομές– για την επιβίωσή του. Αυτά τα συστήματα φροντίδας και υποστήριξης είναι ζωτικής σημασίας, και χωρίς αυτά, η έννοια της αυτάρκειας ή της ανεξαρτησίας είναι αδύνατη. Αν η ανεξαρτησία σημαίνει τη δυνατότητα επιλογής ορισμένων υπηρεσιών, «αυτό εξαρτάται από την ύπαρξη ενός κόσμου υπηρεσιών».[7] Επομένως, οποιαδήποτε αίσθηση αυτάρκειας ή ανεξαρτησίας μπορεί να έχουμε είναι εφικτή μόνο χάρη στην προϋπάρχουσα και συνεχιζόμενη εξάρτησή μας από τους άλλους και τις κοινωνικές δομές.

Αντί να θεωρούμε την εξάρτηση ως αδυναμία, η Μπάτλερ προτείνει να επανεξετάσουμε το άτομο ως εγγενώς σχεσιακό, που διαμορφώνεται και υποστηρίζεται από τα συστήματα φροντίδας. Όπως σημειώνει, «στο βαθμό που βρίσκουμε τρόπους να κινούμαστε, να ζούμε, το κάνουμε επειδή μας έχουν φροντίσει άνθρωποι και συνεχίζουν να μας φροντίζουν άνθρωποι».[8] Από τη βρεφική ηλικία έως τα γηρατειά, οι άνθρωποι βασίζονται σε άλλους για την επιβίωση, την ανάπτυξη και την ευημερία τους. Ακόμη και η ικανότητα να κινούμαστε και να ζούμε στον κόσμο καθίσταται εφικτή χάρη στη φροντίδα που λαμβάνουμε και παρέχουμε.

Αυτό δείχνει ότι η ανεξαρτησία διαμεσολαβείται πάντα από εξωτερικούς παράγοντες, και κανείς δεν είναι εντελώς αυτόνομος. Οι κυρίαρχες αντιλήψεις περί αυτονομίας –όπως η ιδέα ότι τα άτομα είναι αυτάρκη και ανεξάρτητα– είναι παραπλανητικές και δεν ανταποκρίνονται στην ανθρώπινη εμπειρία. Σύμφωνα με την Μπάτλερ, οι άνθρωποι είναι θεμελιωδώς αλληλοεξαρτώμενοι, και αυτή η αλληλεξάρτηση διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη ζωή μας σε κάθε στάδιο. Ακόμη και όταν οι άνθρωποι φαίνεται να ενεργούν ανεξάρτητα –όπως όταν περπατούν ή τρέφονται– βασίζονται σε περιβαλλοντικές, κοινωνικές και υλικές συνθήκες, με τον ίδιο τρόπο που εξαρτώνται και τα άτομα με αναπηρία.

Αυτή η προσέγγιση αποδομεί το δυαδικό σχήμα μεταξύ αρτιμελών και ατόμων με αναπηρία, καταδεικνύοντας ότι όλοι μας διαβιούμε εντός ενός δικτύου εξάρτησης. Η μετάβαση από ένα εξιδανικευμένο όραμα ανεξαρτησίας προς μια κατανόηση της καθολικής ανάγκης για υποστήριξη, ώστε να μπορούμε να ζούμε και να κινούμαστε, προάγει την ενσωμάτωση και αναγνωρίζει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ευάλωτοι και εξαρτώμενοι από το περιβάλλον στο οποίο ζουν.

Λέγοντας ότι κανείς δεν περπατά χωρίς υποστήριξη, η Μπάτλερ υποδηλώνει ότι η αλληλεξάρτηση αποτελεί μια καθολική ανθρώπινη κατάσταση. Αμφισβητεί το κυρίαρχο κοινωνικό ιδεώδες της ατομικής αυτονομίας και αυτάρκειας, υποστηρίζοντας ότι η αλληλεξάρτηση είναι ένας πιο ακριβής και ηθικός τρόπος κατανόησης της ανθρώπινης ζωής. Η εξάρτηση ενός ατόμου με αναπηρία για καθημερινές εργασίες, όπως τα ψώνια ή το ντύσιμο, δεν αποτελεί ένδειξη αδυναμίας ή έλλειψης ανεξαρτησίας, αλλά είναι ένα φυσικό μέρος της ανθρώπινης ζωής. Η εξάρτηση από τους άλλους δεν καθιστά κάποιον λιγότερο «ελεύθερο». Όλοι οι άνθρωποι είναι αλληλοεξαρτώμενοι, και αυτή η εξάρτηση, που περιλαμβάνει συναισθηματική, κοινωνική και σωματική υποστήριξη, πρέπει να αγκαλιάζεται ως στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης αντί να στιγματίζεται.

Η Μπάτλερ συνδέει τις προσωπικές εμπειρίες –όπως την αγάπη, την κίνηση και το να τρώει κανείς– με τις ευρύτερες κοινωνικές δομές που διαμορφώνουν και επιτρέπουν αυτές τις δραστηριότητες. Αυτό δείχνει πως δεν είμαστε απομονωμένα άτομα αλλά μέρος ενός δικτύου αλληλεξαρτώμενων σχέσεων και συστημάτων. Το ανθρώπινο σώμα, στην ουσία του, είναι ένας τόπος «θεμελιώδους εξάρτησης». Τα σώματα δεν είναι αυτάρκεις οντότητες· χρειάζονται φροντίδα και υποστήριξη από άλλους για να επιβιώσουν και να ευδοκιμήσουν. Από τη βρεφική ηλικία, οι άνθρωποι εξαρτώνται ριζικά από τους άλλους, και αυτή η ανάγκη για φροντίδα δεν εξαφανίζεται ποτέ εντελώς, ακόμη και όταν μεγαλώνουμε.[9]

Σύμφωνα με τις Τέιλορ και Μπάτλερ, η ελευθερία δεν συνίσταται απλώς στην απουσία εξάρτησης, αλλά στην ικανότητα να ζεις και να κινείσαι σε έναν κόσμο που φιλοξενεί διαφορετικά σώματα και ανάγκες. Συνεπώς, η έννοια της «ελευθερίας» χρειάζεται να επαναπροσδιοριστεί, ώστε να περιλαμβάνει τις συνθήκες υπό τις οποίες κάθε άνθρωπος μπορεί να ζήσει μια ευημερούσα ζωή, ανεξάρτητα από τις σωματικές του ικανότητες. Η Μπάτλερ μας καλεί να ξανασκεφτούμε την αυτονομία και την ελευθερία όχι ως την ικανότητα για πλήρη ανεξαρτησία, αλλά ως το αποτέλεσμα ενός δικτύου σχέσεων, στηριγμάτων και διευκολύνσεων που μας επιτρέπουν να ζούμε πλήρως.

Η εμπρόθετη δράση εξαρτάται πάντα από κάτι πέρα από το άτομο, αμφισβητώντας έτσι την ιδέα ότι η ανεξαρτησία και η αυτονομία είναι αποκλειστικά ατομικά επιτεύγματα. Η αυτονομία είναι κοινωνικά εξαρτημένη· καθίσταται δυνατή χάρη στην κοινότητα, στις κοινωνικές δομές και στα περιβάλλοντα που μας περιβάλλουν. Με άλλα λόγια, κανείς δεν επιτυγχάνει αυτονομία μεμονωμένα. Η αυτονομία δεν είναι μια έμφυτη ιδιότητα αλλά μια κοινωνική πρακτική που αναπτύσσεται μέσα σε ένα δίκτυο αλληλεξαρτήσεων και απαιτεί κατάλληλες κοινωνικές συνθήκες και σχέσεις για την πραγμάτωσή της, πάντα εξαρτημένη από κοινωνική υποστήριξη. Αυτό συνδέεται με το ευρύτερο φιλοσοφικό επιχείρημα της Μπάτλερ ότι «η ανθρώπινη ζωή είναι θεμελιωδώς σχεσιακή» και εξαρτάται από κοινωνικές, φυσικές και θεσμικές δομές.

Κατά συνέπεια, η ανθρώπινη αυτονομία δεν έγκειται στην πλήρη ανεξαρτησία από τους άλλους, αλλά στην αναγνώριση και αποδοχή της αμοιβαίας μας εξάρτησης. Αυτή η διαπίστωση ισχύει όχι μόνο σε περιόδους ασθένειας ή γήρατος, αλλά σε κάθε φάση της ζωής, αμφισβητώντας την ιδέα ότι η ανεξαρτησία από τους άλλους είναι ο τελικός στόχος. Έτσι, η αυτονομία δεν νοείται ως μια ιδιότητα που απορρέει αποκλειστικά από το ίδιο το άτομο, αλλά ως κάτι που είναι βαθιά συνδεδεμένο με τα δίκτυα φροντίδας που συντηρούν την ανθρώπινη ζωή.[10]

Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, οι βασικές ανάγκες πρέπει να θεωρούνται συλλογικά κοινωνικά ζητήματα και όχι καθαρά ατομικά προβλήματα. Όταν ζητάμε βοήθεια, αναδύεται μια ευρύτερη ηθική και πολιτική πρόκληση: η αναγνώριση ότι η ανθρώπινη ζωή βασίζεται στην αμοιβαία φροντίδα και αλληλεξάρτηση. Η Μπάτλερ «ελπίζει» οι άνθρωποι να αναγνωρίσουν αυτήν την κοινή εξάρτηση και να οργανώσουν την κοινωνία με βάση αυτήν την κατανόηση, αντί για τον ατομικισμό ή την οικονομική εκμετάλλευση. Για την ίδια, αυτό συνιστά μια βαθιά πρόκληση που μας ωθεί να επανεξετάσουμε τις κοινωνικές και πολιτικές δομές με τρόπο που να τοποθετεί την ανθρώπινη αλληλεξάρτηση και φροντίδα στο επίκεντρο.[11]

Όπως αναφέρει η Μπάτλερ, «χωρίς την κατάλληλη φροντίδα και υποστήριξη», οι άνθρωποι δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Η ευημερία των ατόμων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το πόσο καλά ικανοποιούνται οι ανάγκες τους από τους άλλους και τις δομές γύρω τους. Μια τέτοια προσέγγιση μετατοπίζει τη συζήτηση από την έμφαση στην ανεξαρτησία προς την αναγνώριση της συλλογικής ευθύνης που έχουμε να δημιουργήσουμε περιβάλλοντα όπου όλοι, ανεξάρτητα από τις ικανότητές τους, μπορούν να ευημερούν. Η ανταλλαγή απόψεων ανάμεσα στην Τέιλορ και τη Μπάτλερ θίγει το ζήτημα της φροντίδας ως θεμελιώδους στοιχείου στις ανθρώπινες σχέσεις και την ηθική. Η εξάρτηση της Τέιλορ από τους άλλους για βοήθεια δεν είναι κάτι που πρέπει να προκαλεί οίκτο, αλλά αντιθέτως μια αντανάκλαση της πραγματικότητας ότι όλοι εξαρτόμαστε από τους άλλους για να ζήσουμε και να ευημερήσουμε.


[1] Judith Butler & Sunaura Taylor, «Interdependence”, στο Atra Taylor (επιμ.), Examined Life: Excursions with Contemporary Thinkers, Νέα Υόρκη: The New Press, 2009 [185-213], διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: https://paulojorgevieira.wordpress.com/wp-content/uploads/2013/01/aqui.pdf. Το απόσπασμα της ταινίας που αφορά τη συνομιλία της Τζούντιθ Μπάτλερ και της Σουνάουρα Τέιλορ είναι διαθέσιμο στον εξής σύνδεσμο: https://www.youtube.com/watch?v=k0HZaPkF6qE.

[2] Τα λόγια της Τέιλορ αντικατοπτρίζουν τις αρχές του «κοινωνικού μοντέλου της αναπηρίας», σύμφωνα με το οποίο η αναπηρία διαμορφώνεται κοινωνικά μέσα από περιβάλλοντα που αδυνατούν να υποστηρίξουν άτομα με διαφορετικές φυσικές και γνωστικές ικανότητες. Βάσει αυτής της αντίληψης, η κοινωνία δημιουργεί την αναπηρία όταν δεν σχεδιάζει χώρους και συστήματα που να ανταποκρίνονται σε όλα τα είδη σωμάτων και αναγκών. Για παράδειγμα, η έλλειψη ραμπών ή προσβάσιμων δημόσιων συγκοινωνιών θέτει σε αναπηρία άτομα που χρησιμοποιούν αναπηρικό αμαξίδιο. Η δυνατότητα της Τέιλορ να κινηθεί στον κόσμο εξαρτάται από το κατά πόσο η κοινωνία προσαρμόζεται στις ανάγκες της, γεγονός που αναδεικνύει τα δομικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία. Η Τέιλορ περιγράφει το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας ως εξής: «Στις σπουδές αναπηρίας γίνεται διάκριση μεταξύ αναπηρίας [disability] και βλάβης [impairment]. Η βλάβη αφορά το σώμα μου, την ενσάρκωσή μου στην παρούσα κατάστασή του, το γεγονός ότι γεννήθηκα με αρθρογρύπωση […]. Αυτό, φυσικά, επηρεάζει τη ζωή μου σε πολλές περιπτώσεις. […] Έπειτα, υπάρχει η έννοια της αναπηρίας, που ουσιαστικά αφορά την κοινωνική καταπίεση των ατόμων με αναπηρία. Το γεγονός ότι τα άτομα με αναπηρία έχουν περιορισμένες επιλογές στέγασης, δεν έχουμε επαγγελματικές ευκαιρίες, είμαστε κοινωνικά απομονωμένοι, […] με πολλούς τρόπους υπάρχει μια πολιτισμική αποστροφή προς τα άτομα με αναπηρία» (Στο ίδιο, σ. 195).

[3] Στο ίδιο, 187.

[4] Στο ίδιο [187].

[5] Στο ίδιο, σσ. 187, 211.

[6] Στο ίδιο, 187-188.

[7] Στο ίδιο, 210.

[8] Στο ίδιο, 211.

[9] Στο ίδιο, 210.

[10] Στο ίδιο, 209.

[11] Στο ίδιο, 212.